αρσενικό(ν)

αρσενικό(ν)
I τό мышьяк
αρσενικό(ν)2
II τό
1) мальчик; 2) самец; З) грам, мужской род

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αρσενικό(ν)" в других словарях:

  • αρσενικό — Χημικό στοιχείο της πέμπτης ομάδας του περιοδικού συστήματος με σύμβολο As και ατομικό αριθμό 33. Το α. βρίσκεται στη φύση με τη μορφή διαφόρων ενώσεων, από τις οποίες σημαντικότερες είναι o αρσενοπυρίτης ή διπλά θειούχα άλατα α. και σιδήρου, το… …   Dictionary of Greek

  • αρσενικό — το δραστικό δηλητήριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κριός ή κριάρι — Αρσενικό πρόβατο. Είναι ζώο αναπαραγωγής, το οποίο επιλέγεται από τα καλύτερα της φυλής, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα, τα οποία ευνουχίζονται και εκτρέφονται για μαλλί και κρέας. Η γεννητική ωρίμανση των κ. ξεκινάει τον 4o με 5o μήνα ή ακόμα… …   Dictionary of Greek

  • ανθηρίδιο — Αρσενικό όργανο πολλαπλασιασμού (το αντίστοιχο θηλυκό λέγεται αρχεγόνιο) των πτεριδόφυτων (φτέρες, εκουίζετα κλπ.), των βρυόφυτων (βρύα και ηπατικά) και των ανώτερων μυκήτων και φυκιών. Μέσα στο α., που αποτελεί τμήμα του γαμετόφυτου,… …   Dictionary of Greek

  • ανθηροζωάριο — Αρσενικό γενετήσιο κύτταρο (γαμέτης) πολυάριθμων ομάδων φυτών, όπως τα βρυόφυτα, τα πτεριδόφυτα κ.ά. Τα α. ή ανθηροζωίδια διαμορφώνονται μέσα στο ανθηρίδιο και κινούνται μέσα σε υγρό περιβάλλον με τη βοήθεια βλεφαρίδων …   Dictionary of Greek

  • αγριόπαπια — Είδος χηνομόρφων πτηνών της οικογένειας των ανατιδών. Την ίδια ονομασία έχουν και άλλα συγγενικά είδη που ανήκουν κυρίως στο ίδιο γένος (νήσσα). Το σώμα τους έχει μήκος γύρω στα 0,5 μ. Το βάρος τους είναι περίπου 1 1,5 κιλό. Χαρακτηρίζονται από… …   Dictionary of Greek

  • παγόνι — (ταώς ο λοφιοφόρος pavo cristatus). Ορνιθοειδές της οικογένειας των φασιανιδών. Το αρσενικό μπορεί να φτάσει σε μήκος 1,25 μ. εκτός από τα φτερά της ουράς, που έχουν περίπου άλλο τόσο μήκος· το θηλυκό έχει κατά κανόνα μήκος ένα μέτρο. Ενώ τα… …   Dictionary of Greek

  • αλύτης — I (alytes). Γένος ανούρων αμφιβίων της οικογένειας των δισκογλωσσιδών. Ζουν συνήθως στη δυτική και την κεντρική Ευρώπη, σε υγρές τοποθεσίες, μέσα σε τρύπες που ανοίγουν στο έδαφος. Το μήκος του σώματός τους φτάνει τα 5 εκ., ενώ το χρώμα τους… …   Dictionary of Greek

  • γαμέτης — Κύτταρο αναπαραγωγικό που συνήθως προορίζεται για να συγχωνευτεί με έναν άλλο γ., δημιουργώντας ένα νέο κύτταρο που ονομάζεται ζυγώτης και εξελίσσεται σε ένα νέο άτομο. Γενικά οι γ. έχουν απλοειδή αριθμό χρωμοσωμάτων, δηλαδή ο αριθμός των… …   Dictionary of Greek

  • διμορφισμός — Η ύπαρξη δύο διαφορετικών μορφών σε άτομα του ίδιου είδους ζώων ή φυτών. Διακρίνουμε δύο κύριες κατηγορίες δ.: τον γενετικό δ., ο οποίος οφείλεται σε χαρακτηριστικά που ελέγχονται γενετικά, και τον μη γενετικό δ., που οφείλεται σε άλλους… …   Dictionary of Greek

  • γαστερόστεος — (gasterosteus). Τελεόστεο ψάρι της οικογένειας των γαστεροστεϊδών, της τάξης των σκληροπαρείων. Το μήκος του δεν υπερβαίνει τα 6 εκ. και στο κάτω σαγόνι του, που προεξέχει ελαφρά από το άνω, υπάρχουν μικρότατα δόντια. Στο μέσο της ράχης του… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»